ξεθέωμα

ξεθέωμα
τό
1) изнурительная, мучительная работа; 2) докучливость, надоедливость

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Смотреть что такое "ξεθέωμα" в других словарях:

  • ξεθέωμα — το, ατος 1. η πράξη και το αποτέλεσμα του ξεθεώνω, καταπόνηση, υπερβολική ταλαιπωρία. 2. ως βρισιά, αδύνατος, καχεκτικός: Άι να χαθείς, ξεθέωμα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ξεθέωμα — το και ξεθεωμός, ο μεγάλη εξάντληση, καταπόνηση …   Dictionary of Greek

  • απαύδησις — ἀπαύδησις ( εως), η (Α) η εξάντληση, το ξεθέωμα, η κόπωση …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»